1 καλλιτεκνος
(καλλιτεκνοτέρα τῆς Νιόβης Luc.; καλλιτεκνότατος γενόμενος ἐκ γυναικὸς αὐτοῦ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > καλλιτεκνος